- κορωνοειδής
- -ές1. αυτός που έχει σχήμα ράμφους κορώνης, κυρτός2. ανατ. χαρακτηρισμός αποφύσεων μερικών οστών (α. «κορωνοειδής απόφυση τής κάτω γνάθου» β. «κορωνοειδής απόφυση τής κερκίδας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + -ειδής (< εἶδος). Η λ. ως επιστημον. όρος τής ανατ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. coronoϊde < corono- (< κορώνη) + ide (< εἶδος). Η λ. ως όρος τής ανατ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο].
Dictionary of Greek. 2013.