κορωνοειδής

κορωνοειδής
-ές
1. αυτός που έχει σχήμα ράμφους κορώνης, κυρτός
2. ανατ. χαρακτηρισμός αποφύσεων μερικών οστών (α. «κορωνοειδής απόφυση τής κάτω γνάθου» β. «κορωνοειδής απόφυση τής κερκίδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + -ειδής (< εἶδος). Η λ. ως επιστημον. όρος τής ανατ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. coronoϊde < corono- (< κορώνη) + ide (< εἶδος). Η λ. ως όρος τής ανατ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”